- ἰλλάδας
- ἰλλάςropefem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιλλάς — ἰλλάς, άδος, ἡ (ΑΜ) [ίλλω] είδος πτηνού αρχ. 1. σχοινί, λουρί 2. (φρ. «ἰλλάδας γονάς» ζώα που βόσκουν κατά αγέλες … Dictionary of Greek